- δαιμονισμός
- δαιμον-ισμός, ὁ,A demoniac possession, Vett. Val.2.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονισμός — demoniac possession masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονισμός — ο (AM δαιμονισμός) [δαιμονίζομαι] το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα … Dictionary of Greek
δαιμονισμοῦ — δαιμονισμός demoniac possession masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονισμῶν — δαιμονισμός demoniac possession masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)